- ἱερακόμορφος
- ἱερᾱκό-μορφος, ον,A hawk-shaped, of the Egyptian god Phrê (the Sun), represented with a hawk's head, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10, Horap.1.6, S.E.P.3.219, PMag.Leid.W.9.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερακόμορφος — η, ο (Α ἱερακόμορφος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερακόμορφα τάξη πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία μαζί με τα γλαυκόμορφα συγκροτούν την ομάδα τών… … Dictionary of Greek
ἱερακόμορφον — ἱερακόμορφος hawk shaped masc/fem acc sg ἱερακόμορφος hawk shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερακομόρφους — ἱερακόμορφος hawk shaped masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek